- διαγωνιζόμενος
- participant
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
διαγωνιζόμενος — διαγωνίζομαι contend pres part mp masc nom sg διαγωνίζομαι contend pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διεκδικώ — (AM διεκδικῶ, έω) [εκδικώ] απαιτώ, εγείρω απαίτηση, συνήθως στα δικαστήρια, για όσα ισχυρίζομαι πως μού ανήκουν νεοελλ. 1. υπερασπίζω με αγώνες, αγωνίζομαι να κερδίσω ή να κρατήσω κάτι, διεκδικώ τα δικαιώματα μου, την ελευθερία μου κ.λπ. 2.… … Dictionary of Greek